- οἰναγγεῖον
- οἰν-αγγεῖον, τό,A wine-jar, PSI4.428.113 (iii B. C.) (-αγειον Pap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιναγγείον — οἰναγγεῑον, τὸ (Α) δοχείο κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀγγεῖον] … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek